Σύφιλη

Η σύφιλη είναι σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα που προσβάλλει άνδρες και γυναίκες και προκαλείται από το βακτήριο Treponema pallidum ή ωχρά σπειροχαίτη. Η βασική οδός μετάδοσης είναι μέσω της σεξουαλικής επαφής. Μπορεί, επίσης, να μεταδοθεί από τη μητέρα στο έμβρυο κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ή κατά τον τοκετό, που έχει ως αποτέλεσμα τη συγγενή σύφιλη. Άλλες ανθρώπινες νόσοι που προκαλούνται από την συγγενική ωχρά σπειροχαίτη περιλαμβάνουν το τροπικό θήλωμα, την πίντα, και την ενδημική σύφιλη.
Οι ενδείξεις και τα συμπτώματα της σύφιλης ποικίλουν, ανάλογα με το σε ποιο από τα τέσσερα στάδια εμφανίζεται (πρωτογενής, δευτερογενής, λανθάνουσα και τριτογενής). Το αρχικό στάδιο κλασικά εμφανίζεται με ένα απλό συφιλιδικό έλκος (ένα διαρκές, ανώδυνο, χωρίς φαγούρα, δερματικό έλκος), η δευτερογενής σύφιλη με ένα διάχυτο εξάνθημα που συχνά προσβάλλει τις παλάμες των χεριών και τα πέλματα των ποδιών, η λανθάνουσα σύφιλη με ελάχιστα έως καθόλου συμπτώματα, και η τριτογενής σύφιλη με κομμίωμα, νευρολογικά ή καρδιακά συμπτώματα. Ωστόσο έχει χαρακτηριστεί ως “ο μέγιστος μιμητής” χάρη στις συχνές άτυπες εμφανίσεις της. Η διάγνωση γίνεται συνήθως μέσω αιματολογικών εξετάσεων. Εντούτοις, τo βακτήριo μπορεί επίσης να ανιχνευθεί και στο μικροσκόπιο. Η σύφιλη μπορεί να θεραπευτεί (στα πρώτα στάδια μάλιστα εύκολα) αποτελεσματικά με αντιβιοτικά, ειδικότερα η προτιμώμενη ενδομυϊκή πενικιλίνη G (που χορηγείται ενδομυϊκά για τη νευρική σύφιλη), ή άλλως η κεφτριαξόνη, και σε όσους πάσχουν από σοβαρή αλλεργία στην πενικιλίνη, από του στόματος δοξυκυκλίνη ή αζυθρομυκίνη.

Εκτιμάται πως το 1999 η σύφιλη είχε προσβάλει 12 εκατομμύρια ανθρώπους, με περισσότερο από το 90% των περιστατικών στις αναπτυσσόμενες χώρες. Μετά τη δραματική μείωση από την στιγμή της ευρείας διάδοσης της πενικιλίνης τη δεκαετία του ’40, οι ρυθμοί μόλυνσης αυξήθηκαν σε πολλές χώρες από την αλλαγή της χιλιετίας, συχνά σε συνδυασμό με τον ιό της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας (HIV). Αυτό εν μέρει αποδόθηκε στη συχνή εναλλαγή σεξουαλικών συντρόφων, στις μη ασφαλείς σεξουαλικές πρακτικές μεταξύ των ανθρώπων, καθώς και με την αύξηση της πορνείας και τη μειωμένη χρήση προφυλακτικών.

Ενδείξεις και συμπτώματα
Η σύφιλη μπορεί να εμφανιστεί σε ένα από τα τέσσερα διαφορετικά στάδια: Πρωτογενής, δευτερογενής, λανθάνουσα και τριτογενής, και μπορεί επίσης να εμφανιστεί ως συγγενής. Αναφέρθηκε ως ο “μέγιστος μιμητής” από τον σερ Γουίλιαμ Όσλερ χάρη στις διαφορετικές εμφανίσεις της.

Μετάδοση
Η σύφιλη πρωτίστως μεταδίδεται με την σεξουαλική επαφή ή κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης από τη μητέρα στο έμβρυό της. Το βακτήριο σπειροχαίτη μπορεί να περάσει μέσω του άθικτου βλεννογόνου ή ανοσοκατασταλμένου δέρματος.[4][5] Ωστόσο μεταδίδεται από το φιλί δίπλα σε πληγή, καθώς επίσης με το στοματικό, κολπικό και πρωκτικό σεξ.[4] Περίπου το 30 με 60% όσων εκτίθενται στην πρωτογενή ή τη δευτερογενή σύφιλη θα προσβληθούν από τη νόσο.[11] Η μολυσματικότητά της απεικονίζεται από το γεγονός ότι ένα άτομο που εμβολιάζεται μόνο με 57 οργανισμούς έχει 50% πιθανότητα να μολυνθεί.[8] Στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής το 60% των νέων περιπτώσεων αφορούσαν ομοφυλοφιλική επαφή ενώ το 40% ετεροφυλοφιλική. Μπορεί να μεταδοθεί μέσω προϊόντων αίματος. Ωστόσο, σε πολλές χώρες γίνεται εξέταση για τη νόσο κι έτσι ο κίνδυνος είναι χαμηλός. Ο κίνδυνος μετάδοσης από την ανταλλαγή συριγγών φαίνεται να είναι περιορισμένος.[4] Η σύφιλη δεν μπορεί να μεταδοθεί μέσω του καθίσματος τουαλέτας, καθημερινών δραστηριοτήτων, ζεστής μπανιέρας, ή την κοινή χρήση μαχαιροπίρουνων ή ρούχων.
Διάγνωση Η σύφιλη είναι δύσκολο να διαγνωσθεί κλινικά στην αρχή της εμφάνισής της ειδικά στις γυναίκες λόγω της φύσης του κόλπου, όπου το πρωτογενές έλκος μπορεί να μην είναι εμφανές.[8] Η επιβεβαίωση γίνεται είτε μέσω αιματολογικών εξετάσεων είτε με τη χρήση άμεσης οπτικής μικροσκοπική εξέτασης. Οι αιματολογικές εξετάσεις χρησιμοποιούνται συχνότερα, καθώς είναι ευκολότερο να γίνουν. Τα διαγνωστικά τεστ ωστόσο δεν είναι δυνατό να ξεχωρίσουν τα στάδια της ασθένειας.